- Einsatz
- Einsatz<-es, -sätze> m1. (eingesetztes Teil) προσθήκη f2. (Verwendung) εφαρμογή f,• zum kommen χρησιμοποιούμαι/εφαρμόζομαι3. (Benutzung) χρησιμοποίηση f, χρήση f,• der von Pflanzenschutzmitteln η χρήση παρασιτοκτόνων,• unter aller Kräfte κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις μου4. (Leistung) προσφορά f5. nur sg (Engagement) δραστηριοποίηση f,• politischer πολιτική δραστηριότητα6. (das Riskieren) διακινδύνευση f,• unter seines Lebens με κίνδυνο της ζωής του7. (Wett) στοίχημα nt, στοιχήματα nt pl8. (im Spiel) μίζα f, πόστα f9. (MIL) στρατιωτική αποστολή f, επέμβαση f10. (MUS) είσοδος f11. (SPORT) συμμετοχή f,• der des verletzten Spielers ist fraglich είναι αμφίβολο αν θα συμμετάσχει ο τραυματισμένος παίκτης12. (von Kapital) επένδυση f
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.